βρακάτος

βρακάτος
-η, -ο
ο βρακάς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αναβρακάτος — η, ο 1. με ανασηκωμένα τα βρακιά, ανασκουμπωμένος, μαχητικός «κόκορας αναβρακάτος και σιδερομουστακάτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + βρακάτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”